ποδοκρότημα

ποδοκρότημα
το топот, топанье (в знак неодобрения)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ποδοκρότημα" в других словарях:

  • ποδοκρότημα — το, Ν ρυθμικό χτύπημα τών ποδιών στο δάπεδο σε ένδειξη αποδοκιμασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοκροτώ. Η λ., στον πληθ. ποδοκροτήματα, από το 1819 στον Χ. Δ. Μεγδάνη] …   Dictionary of Greek

  • ποδοκρότημα — το θόρυβος που δημιουργείται με το χτύπο των πελμάτων, συνήθως σε ένδειξη αποδοκιμασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποδοκρουσία — η, Ν το ποδοκρότημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + κρουσία (< κρούω), πρβλ. κωδωνο κρουσία] …   Dictionary of Greek

  • ποδοκτύπημα — το, Ν [ποδοκτυπώ] το χτύπημα τών ποδιών στο δάπεδο, ποδοκρότημα …   Dictionary of Greek

  • φτερνοκόπημα — το, ατος και φτερνοκόπι, το 1. το να χτυπάει κανείς κάτι με τις φτέρνες, η φτερνιά (βλ. λ.), το ποδοπάτημα, ιδίως το να χτυπάει κανείς με τις φτέρνες το έδαφος, το ποδοκρότημα. 2. η φτερνιά (βλ. λ.). 3. (ναυτ.), το να χτυπάει στο βυθό το πηδάλιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»